Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

H ιστορία ενός Τίγρη

Του Gordon

Υπάρχουν κάποιοι – λίγοι - παίκτες που έχουν το δικαίωμα να καυχιούνται ότι αποτελούν τη ζωντανή ιστορία της ομάδας μας. Που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι η καριέρα τους στον ΠΑΟΚ κόσμησε το σύλλογο όσο ο σύλλογος κόσμησε την καριέρα τους. Που πρόσφεραν στην ομάδα τόσο αγωνιστικά όσο και εκτός των γραμμών του γηπέδου, πληθαίνοντας με την παρουσία τους τις τάξεις των οπαδών μας. Που απέδειξαν στην πορεία τους ότι νοιάζονται για τον ΠΑΟΚ και είναι ουσιαστικά ένα κομμάτι από εμάς. Ένας απ’ αυτούς είναι…ο Μπάνε Πρέλεβιτς.


Το να προσπαθήσεις μέσα σε λίγες γραμμές να χωρέσεις έστω και τα βασικά σημεία της καριέρας του Μπάνε στον ΠΑΟΚ είναι σαν να προσπαθείς να γράψεις ολόκληρη την σύγχρονη ιστορία της ομάδας σε ένα φύλλο χαρτί.

Γιατί ο Μπάνε δεν ήταν απλά ο αγωνιστικός ηγέτης της χρυσής ομάδας της δεκαετίας του ’90, ήταν κι αυτός που αναρίθμητες φορές αγωνίστηκε τραυματίας, ρισκάροντας την ίδια του την καριέρα, ήταν αυτός που όταν όλα κατέρρεαν γύρω του θα στεκόταν όρθιος, σημείο αναφοράς του μπασκετικού ΠΑΟΚ, παραμερίζοντας προσωπικά παράπονα και οικονομικές φιλονικίες, ήταν αυτός που όταν η μπάλα ζύγιζε εκατό κιλά θα τη ζητούσε για να καθαρίσει το παιχνίδι…


Αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ σε δύο περιόδους: από το 1988 έως το 1996 και την περίοδο 1999-2000. Κατέκτησε με την ομάδα το Πρωτάθλημα του 1992, το Κύπελλο του 1995, το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1991 και το Κύπελλο Κόρατς του 1994. Ήταν ακόμη παρών στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1993, και στους τελικούς του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1992 και του 1996.

Αναρίθμητες φορές πρώτος σκόρερ της ομάδας, κατέχει και το ρεκόρ των περισσότερων πόντων σε αγώνα του ΠΑΟΚ για το Ελληνικό Πρωτάθλημα (40 πόντοι σε ματς με τον Ηρακλή στις 4/5/1990, νίκη με 124-106, αγωνιζόμενος μάλιστα για 30 μόνο λεπτά), Επίσης έχει το ρεκόρ των περισσότερων εύστοχων τριπόντων σε αγώνα του ΠΑΟΚ (10/14 στον ίδιο αγώνα) – κι ενώ ξεκίνησε το ματς με προσπάθεια από τη γωνία που κατέληξε airball, κάτι που θα έριχνε την ψυχολογία οποιουδήποτε παίκτη…

Επίσης κατέχει και το ρεκόρ των περισσότερων πόντων σε αγώνα του ΠΑΟΚ σε ευρωπαϊκό κύπελλο, πετυχαίνοντας δύο φορές από 41 πόντους: την πρώτη το Γενάρη του ’90 εναντίον της Μιλούζ (νίκη με 92-76 στο Παλέ) και τη δεύτερη το Γενάρη του ‘91 στη φάση των ομίλων εναντίον της μετέπειτα αντιπάλου μας στον τελικό Σαραγόσα (νίκη με 112-102).


Πολλά συνθήματα βγήκαν γι’αυτόν ( Ω Μπάνε Μπάνε, Βάλε τ’ ασπρόμαυρά σου Μπάνε…), και το παρατσούκλι του (Τίγρης) μόνο τυχαίο δεν ήταν, έτσι όπως γυάλιζε το μάτι του κάθε φορά που πατούσε το παρκέ. Το χιτάκι της εποχής ‘The Eye of the Tiger”, συνόδευε τις εμφανίσεις μας και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ της εποχής.

Γεννήθηκε στο Βελιγράδι στις 19 Δεκεμβρίου 1966. Με ύψος 1.94, αγωνίστηκε στον Ερυθρό Αστέρα από το 1986 ως το 1988, οπότε και μεταγράφηκε στον ΠΑΟΚ, ως δεύτερος ξένος για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Σύντομα απέκτησε δικαίωμα συμμετοχής και στο Ελληνικό Πρωτάθλημα, έχοντας πάντως χάσει την ευκαιρία να αγωνιστεί στην ιστορική μας νίκη με 81-78 επί του Άρη, στο ξεκίνημα της σεζόν 1988-89. Πρώτο του επίσημο ματς η νίκη μας με 93-83 επί της γαλλικής Βιλερμπάν στις 12/10/1988 όπου σημείωσε 29 πόντους.


Το Δεκέμβρη του ’89 πρωτοστατεί στην πρώτη εκτός έδρας νίκη σε ευρωπαϊκό παιχνίδι: 81-82 επί της γαλλικής Μιλούζ με ένα τρελό off-balance σουτ του Νίκου Σταυρόπουλου στην εκπνοή – ο Μπάνε είναι πρώτος σκόρερ με 25 πόντους. Το Φλεβάρη του ’90 με 24 πόντους οδηγεί την ομάδα σε θρίαμβο επί του Άρη με 81-64.

Λίγες μέρες αργότερα δίνει τα πάντα, πετυχαίνοντας 30 πόντους, για να προκριθεί η ομάδα για πρώτη φορά στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, αλλά εκείνο το βράδι ο Σούγκαρ Ρέι Ρίτσαρντσον ήταν ασταμάτητος και η Κνορ Μπολόνια διατήρησε το προβάδισμα του πρώτου ημιτελικού και μας απέκλεισε…Τελειώνει τη σεζόν 1989-90 με 22.9 πόντους μέσο όρο και ως πρώτος σκόρερ της ομάδας.

Το 1990-91 είναι αποφασισμένος να οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση τροπαίων. Στους δύσκολους ημιτελικούς του Κυπέλλου Κυπελλούχων με τη Δυναμό Μόσχας είναι πρώτος σκόρερ του ΠΑΟΚ (με 30 και 17 πόντους αντίστοιχα). Στη Γενεύη παρέα με τον Μπάρλοου δείχνουν απίστευτα περισσεύματα ψυχής όταν όλα φαίνονται χαμένα. Ο Μπάνε πετυχαίνει 31 πόντους (10/14 βόλες, 6/11 δίποντα, 3/10 τρίποντα) και το Κύπελλο βάφεται ασπρόμαυρο.


Η ομάδα βάζει πλέον σαν στόχο το Πρωτάθλημα. Είναι η εποχή που στη Θεσσαλονίκη επικρατεί παροξυσμός.. Όπως θυμάται ο ίδιος…

«Ήταν Κυριακή και το επόμενο Σάββατο είχαμε το ντέρμπι με τον Άρη. Είχα πάει με την γυναίκα μου σινεμά στην προβολή των 11 και βγήκαμε γύρω στη μια. Ξαφνικά ακούω κάποιον να φωνάζει… Τι κάνεις τέτοια ώρα έξω; Το Σάββατο έχουμε ματς με τον Άρη, πήγαινε σπίτι σου. Ήταν απίστευτο, είχαμε μια εβδομάδα για το παιχνίδι…».

Αν και ξεκινά τους τελικούς των play off με ντεζαβαντάζ 0-2 έναντι του Άρη, ο ΠΑΟΚ ισοφαρίζει 2-2 μέσα σε λίγες ημέρες και η πλάστιγγα γέρνει υπέρ μας. Ακολουθούν τα δύο δραματικά ματς που χάθηκαν από τις λανθασμένες πάσες των ψηλών μας, και ο Άρης που είχε σχεδόν παραδοθεί, κερδίζει αναπάντεχα το πρωτάθλημα της χρονιάς.

Στο τέλος του τελευταίου τελικού, ο Γκάλης αποδεικνύει τη μικροψυχία του, προκαλώντας τον Μπάνε. Με τα νεύρα τεντωμένα, ο τίγρης (που σε εκείνο το ματς είχε πετύχει 29 πόντους με 6/10 τρίποντα) του επιτίθεται, καταφέρνοντάς του αρκετά χτυπήματα πριν τους χωρίσουν οι ψυχραιμότεροι. 


Ο Γιαννάκης σπεύδει να τον αγκαλιάσει, αντιλαμβανόμενος το ατόπημα του συμπαίκτη του αλλά και αναγνωρίζοντας την τεράστια αξία του τίγρη. 


Ο Μπάνε τελειώνει τη χρονιά με μια τιμωρία τριών αγωνιστικών για την επόμενη σεζόν (μας στοίχισε μια ήττα στο Παγκράτι με 74-71 με τρίποντο του Γιαννόπουλου στην εκπνοή) αλλά αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά πρώτος σκόρερ της ομάδας (με 23 πόντους μέσο όρο).

Το καλοκαίρι καλείται στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 (η προετοιμασία της ομάδας έγινε στη Θεσσαλονίκη), αλλά χάνει την ευκαιρία, καθώς η ΔΟΕ την αποκλείει λόγω του εμφύλιου πολέμου που μαίνεται στη χώρα.


Την επόμενη σεζόν είναι προφανές ότι έχει έρθει η ώρα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Στις 21 Δεκεμβρίου 1992, το ντέρμπι με τον άρη πάει στην παράταση και 3,5 δεύτερα πριν το τέλος της το σκορ είναι ισόπαλο 96-96. Ο Ίβκοβιτς παίρνει τάιμ άουτ για την τελευταία επίθεση και δείχνει ένα σύστημα που θα φέρει τον Μπάρλοου εκτελεστή της – η μπάλα πρέπει να φτάσει στον Κεν.

«Κι αν δεν μπορεί, να την πάρω εγώ;» ρωτάει τον Ντούντα ο Μπάνε (προφανώς μη έχοντας εμπιστοσύνη εκείνη την ώρα σε κανέναν εκτός από τον εαυτό του). «Μπορεί να την πάρει!» επιμένει ο δάσκαλος, αλλά τελικά αποφασίζει να γίνει η πρώτη πάσα στον Κόρφα που θα κατεβάσει τη μπάλα.

Αμ δε… ο Μπάνε βγαίνει πρώτος από τα screen, παίρνει την πρώτη πάσα, διασχίζει το μισό γήπεδο υπό ασφυκτική πίεση και από την πλάγια γραμμή σουτάρει ακριβώς στην εκπνοή το πρώτο του εύστοχο τρίποντο στο ματς – μετά από πέντε άστοχες προσπάθειες ! Ο Μπάνε τελειώνει το ματς με 31 πόντους και ο ΠΑΟΚ πατά γκάζι και δεν ξανακοιτά πίσω σε όλη τη χρονιά. 


Το Γενάρη πρωταγωνιστεί στην πρώτη νίκη ελληνικής ομάδας επί ιταλικού εδάφους στην ιστορία (76-75 επί της Γκλάξο Βερόνα, όταν και πετυχαίνει 24 πόντους). Τον Μάρτη φαίνεται να είναι ο μόνος που πιστεύει στην δεύτερη συνεχόμενη κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων, ακόμη κι όταν η Ρεάλ είναι μπροστά με 28-43 στο ημίχρονο του τελικού της Ναντ.

Ο Μπάνε παίρνει την ομάδα στις πλάτες του και πυροβολεί αδιακρίτως το καλάθι των Ισπανών. Η διαφορά μειώνεται και 15’’ πριν τη λήξη, με το σκορ στο 60-63, ο Μπάνε παίρνει τη μπάλα, στέλνει όλους τους συμπαίκτες του μέσα στη ρακέτα, περνά το κέντρο και …σουτάρει από τα δέκα μέτρα ! Nothing but net και ισοφαρίζουμε για πρώτη φορά στο δεύτερο ημίχρονο!

Θυμάμαι ακόμη τη σιγουριά μου ότι με τον Μπάνε στις φλόγες δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε το ματς στην παράταση… Όμως με την επαναφορά, οι Ισπανοί κερδίζουν φάουλ. Εκτελεστής της (μία-συν-μία, τότε) βολής ο (δικός μας τη σεζόν 1985-86) Μαρκ Σίμπσον που αστοχεί…Το ριμπάουντ ο Φασούλας, και υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος για μια επίθεση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ΠΑΟΚτσής που είδε τη φάση live και δεν είπε αυθόρμητα: «δώσε τη μπάλα στον Μπάνε και κερδίσαμε!».

Όμως ο Φασούλας προσπαθεί να πασάρει στον Μπουντούρη, παρεμβάλλεται ο Ricky Brown που αστραπιαία σουτάρει από τα τρία – τέσσερα μέτρα για το νικητήριο καλάθι… (από τον Brown πήραμε μια πολύ πικρή ρεβάνς στον μικρό τελικό του final four του ΣΕΦ την επόμενη χρονιά – σε ένα ματς που έγινε απλά γιατί έπρεπε να γίνει…)

Ο Μπάνε κατέρρευσε… Στα τόσα χαμένα πρωταθλήματα των αμέσως προηγούμενων ετών, τώρα ερχόταν να προστεθεί ένα ευρωπαϊκό Κύπελλο, με τον ίδιο, άδοξο τρόπο… Ένα Κύπελλο, για το οποίο ο ίδιος κατέθεσε την ψυχή του μέσα στο γήπεδο, και είναι δεδομένο ότι απ’όσους ήταν στο παρκέ ήταν ο μόνος που πίστευε σε όλο το παιχνίδι ότι μπορούμε να το πάρουμε.


29 πόντοι με 5/8 βολές, 3/10 δίποντα και 6/10 τρίποντα, 4 ριμπάουντ, και 4 ασίστ, ο απολογισμός του τίγρη εκείνη τη βραδιά. Αλλά αυτό που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη όλων μας από εκείνον τον χαμένο τελικό ήταν το γοερό κλάμα του Μπάνε στο παρκέ της Νάντ, που όμως για τον ίδιο ήταν μια στιγμή κάθαρσης με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης, μια στιγμή που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που αντιμετώπιζε το αγαπημένο του άθλημα - όχι όμως και την αγαπημένη του ομάδα. 

Από τότε ο Μπάνε όντως άλλαξε, ωρίμασε. Ίσως τότε, για πρώτη φορά, να συνειδητοποίησε ότι το μπάσκετ είναι ένα ομαδικό άθλημα που, όσο καλός κι αν είσαι, όσο κι αν θέλεις τη νίκη, υπάρχουν φορές που δεν θα μπορέσεις να την πάρεις. Ίσως πάλι να κατάλαβε ότι και ο ίδιος – πέρα από παθιασμένος ΠΑΟΚτσής – ήταν ένας επαγγελματίας μπασκετμπολίστας.

Η ωριμότητά του αποτυπώθηκε τόσο στο παιχνίδι του στα χρόνια που ακολούθησαν – περιορίστηκαν οι κάποιες τραβηγμένες του ενέργειες, έγινε περισσότερο ομαδικός στο παιχνίδι του, ήταν ξεκάθαρο ότι χαιρόταν το άθλημα περισσότερο – αλλά και στις επαγγελματικές του επιλογές.

Θα χαιρόταν στις νίκες αλλά δεν θα τρελαινόταν στις ήττες, δεν θα ξαναέπαιζε μπουνιές με τον Γκάλη στο γήπεδο, δεν θα απαντούσε σε προκλήσεις των αντιπάλων του – θα γελούσε στα μούτρα τους με τα καραγκιοζιλίκια τους (στη φωτογραφία παρακάτω από νίκη μας την επόμενη σεζόν με 85-71 μέσα στο ΣΕΦ) και θα απολάμβανε το αγαπημένο του μπάσκετ, κάνοντας αυτό που ήξερε καλύτερα από όλους: βομβαρδίζοντας τα καλάθια!


Δύο μήνες μετά οδηγεί την ομάδα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και για μια ακόμη φορά στέφεται πρώτος σκόρερ με 22.1 πόντους μέσο όρο.

Το 1992-93 είναι η πρώτη χρονιά που ο Μπάνε μπορεί να αγωνιστεί ως Έλληνας στην Ευρώπη, ως μέλος μιας παντοδύναμης πεντάδας μαζί με Κόρφα, Μπάρλοου, Λέβινγκστον και Φασούλα. Η ομάδα προχωράει ακάθεκτη προς όλους τους στόχους της σεζόν και ιδιαίτερα για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το φάιναλ φορ του οποίου διεξάγεται στον Πειραιά.

Ο ημιτελικός με τη Μπενετόν πάει πόντο-πόντο, και είκοσι δεύτερα πριν το τέλος είμαστε ισόπαλοι 77-77. Η μπάλα στον Μπάνε, που παίρνει πάνω του την τελευταία μας, όπως αποδείχθηκε, επίθεση. Με τον Κόρφα ακροβολισμένο στη γωνία και τον Κλιφ να συγκλίνει στη ρακέτα, ο Μπάνε περνάει τη μπάλα πάνω από το απλωμένο χέρι του Κούκοτς, αλλά…βρίσκει σίδερο. 


Στην τελευταία επίθεση των Ιταλών, 2 δεύτερα πριν το τέλος, ο άσημος Μαουρίτσιο Ραγκάτσι σκοράρει το δεύτερο καλάθι του στο παιχνίδι, χαρίζοντας την νίκη στη Μπενετόν…
Το Κύπελλο χάνεται, αλλά ο Μπάνε δηλώνει: «Θα γεράσω, αλλά θα το πάρω…».

Η χρονιά τελειώνει καταστροφικά με τον αποκλεισμό από τον τελικό των πλέι όφ του πρωταθλήματος, με τον Μπάνε για μια ακόμη φορά πρώτο σκόρερ (19.6 πόντους μέσο όρο). Ο Φασούλας οδεύει προς τον Πειραιά και στην Αθήνα κυκλοφορούν φήμες για ανάλογη κίνηση του Μπάνε, που όμως διαψεύδονται κατηγορηματικά από τον ίδιο.

Ο Μπάνε θα μείνει στην ομάδα και θα αποτελέσει για μια ακόμη φορά τον βασικό πυλώνα των επιτυχιών της επόμενης χρονιάς – όντας για πρώτη φορά αρχηγός του ΠΑΟΚ. Το Φλεβάρη του ’94 πρωταγωνιστεί στην επική νίκη επί της Σκαβολίνι με 96-58 (πρώτος σκόρερ με 23 πόντους).

Τον Μάρτιο μαγεύει την Τεργέστη στον δεύτερο τελικό του Κόρατς απέναντι στη Στεφανέλ: 30 πόντοι με 11/12 βολές, 5/8 δίποντα και 3/3 τρίποντα, και ο Μπάνε ως αρχηγός πλέον σηκώνει το δεύτερο ευρωπαϊκό τρόπαιο της ιστορίας της ομάδας.


Την επόμενη χρονιά (1994-95), ο Μπάνε οδηγεί την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου με 29 πόντους στον ημιτελικό με τον Άρη (80-63) και 27 στον τελικό με τον Πανιώνιο (72-53)…


Την άνοιξη του 1995, τα οικονομικά προβλήματα του τότε προέδρου Απόστολου Οικονομίδη, δημιουργούν αφόρητο κλίμα στην ομάδα. Ο Μπάνε, απλήρωτος για καιρό καταθέτει προσφυγή διεκδικώντας τα δεδουλευμένα και ο λαός της ομάδας στέκεται στο πλευρό του με βίαιο τρόπο. Ο Οικονομίδης προπηλακίζεται σε αγώνα μέσα στο Παλέ που δονείται από το σύνθημα «Λάκη ρουφιάνε, πλήρωσε τον Μπάνε»… Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς φεύγουν από την ομάδα ο Κόρφας και ο Γαλακτερός, αλλά ο Μπάνε θα παραμείνει η κολώνα του ΠΑΟΚ και στην επόμενη σεζόν.


Το 1995-96, η σεζόν ξεκινά με νίκη μας στο ΣΕΦ, με 76-77, με τον Μπάνε να δίνει ρεσιτάλ, σκοράροντας 31 πόντους μόνο από βολές και τρίποντα, και δείχνοντας την μεγάλη του ψυχή με έναν αντρίκιο πανηγυρισμό στο τέλος του ματς.


Τον Μάρτιο του ’96, ο Μπάνε δίνει και την ψυχή του για ένα ακόμη τρόπαιο. Εναντίον της Ταουγκρές στον τελικό που διεξήχθη στην έδρα των αντιπάλων μας, πετυχαίνει 34 πόντους και παραλίγο να πάρει τη νίκη μόνος του, αλλά στο τέλος λυγίζει…Το Κύπελλο μένει στη Βασκονία και ο Μπάνε αρχίζει να ετοιμάζεται για άλλες πολιτείες… Όπου κι αν τον συναντούν φίλαθλοι του ΠΑΟΚ τον ρωτούν με αγωνία για τις προθέσεις του εν όψει της μεταγραφικής περιόδου του καλοκαιριού κι εκείνος με ένα χαμόγελο απαντά: «Το καλοκαίρι θα πάω για μπάνια»… 


Το καλοκαίρι όμως, μεταγράφεται στην ιταλική Βίρτους (πρώην Κνόρ) Μπολόνια, με την οποία κατακτά το Κύπελλο Ιταλίας του 1997. Στο τέλος της σεζόν επιστρέφει στην Ελλάδα για την ΑΕΚ, την οποία οδηγεί στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της Βαρκελώνης (1998), όπου όμως νικήτρια αναδεικνύεται η πρώην ομάδα του Βίρτους (φήμες ότι πριν τον τελικό πλακώθηκε στα αποδυτήρια της ομάδας του με τον ξανθό προπονητή του ελέγχονται ως … ακριβείς !)


Το Κύπελλο Πρωταθλητριών τελικά αποδεικνύεται όνειρο για τον Μπάνε και το μόνο τρόπαιο που δεν κατάφερε να κατακτήσει…την επόμενη σεζόν φτάνει με την ΑΕΚ στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου, αλλά χάνει στον ημιτελικό από τον ασταμάτητο ΠΑΟΚ που περνά σαν τρένο από το ΣΕΦ, κατακτώντας το τελευταίο έως σήμερα τρόπαιό του.


Προς τα τέλη της σεζόν, μένει ελεύθερος από την γεμάτη οικονομικά προβλήματα ΑΕΚ και το καλοκαίρι επιστρέφει στον ΠΑΟΚ για το κύκνειο άσμα του ως παίκτης. Με ήδη βεβαρυμένο ιστορικό διαφόρων μυοσκελετικών προβλημάτων, ήταν γνωστό ότι ο ρόλος του θα ήταν περιορισμένος. 


Παρ’όλα αυτά, αρκετές φορές ο Μπάνε κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά κατά τη διάρκεια της σεζόν, και τα κατάφερε περίφημα. Ίσως το κορυφαίο του ματς στη χρονιά ήταν στη νίκη επί του Άρη (79-72) με 13 πόντους σε 20’ συμμετοχής.

Τελευταία φορά στην αποστολή (χωρίς όμως να αγωνιστεί) ήταν στο θρίαμβο επί του ολυμπιακού στο ΣΕΦ στον ημιτελικό των play-off, που κερδίσαμε 69-66 με τρίποντο του Μπαλογιάννη στην εκπνοή – ένα τρίποντο ανάλογης δυσκολίας και σημασίας με το πολύ πιο γνωστό τρίποντο του Πέτζα στο ίδιο γήπεδο, αφού άνοιξε το δρόμο για την πρόκρισή μας στον τελικό...

Τελευταίο ματς που αγωνίστηκε ο Μπάνε ήταν για την Ευρωλίγκα, στα play-off εναντίον της Μακάμπι (2 Μαρτίου 2000), όπου νικήσαμε 67-55, αλλά αποκλειστήκαμε λόγω διαφοράς πόντων (ήττα στο Ισραήλ με 77-62). Ο Μπάνε έπαιξε ελάχιστα, και είχε μόνο μια (άστοχη) προσπάθεια για δίποντο…


Τελευταίο ματς στο Ελληνικό πρωτάθλημα ήταν αυτό εναντίον του Ηρακλή (ήττα 75-71, 20 Φεβρουαρίου 2000) για την 21η αγωνιστική, όπου είχε 10 πόντους σε 18’ συμμετοχής.


Μετά το τέλος της καριέρας του ως παίκτης, ο Μπάνε ξεκίνησε καριέρα προπονητή. Το 2001 ανέλαβε θέση βοηθού προπονητή στον ΠΑΟΚ, και ανέλαβε χρέη πρώτου από το 2002 έως το 2005. Στη συνέχεια εργάστηκε στην Α2 ως προπονητής του Ιωνικού Λαμίας, και το 2008 ανέλαβε θέση μάνατζερ στη βουλγαρική ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Πόσο όμως θα άντεχε μακριά από τον αγαπημένο του ΠΑΟΚ? 

Το 2011 και μετά από μια άκαρπη προσπάθεια 2 χρόνια πριν, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο μεγάλος Μπάνε να υπηρετήσει τον σύλλογο και από τη θέση του προέδρου. Για 8 ολόκληρα χρόνια πάλευε να κρατήσει αξιοπρεπή την ομάδα αγωνιστικά και οικονομικά σε Ελλάδα και Ευρώπη και με τα καλά του και τα κακά του, ότι έκανε, το μόνο σίγουρο είναι πως το έκανε για την αγάπη για τον ΠΑΟΚ. 


Αυτός είναι ο Μπάνε Πρέλεβιτς: ένας ηγέτης σε μια εποχή που οι ηγέτες υπήρχαν ακόμη – και έγραφαν ιστορία. Ένας άνθρωπος που δεν άντεχε να χάνει ούτε στο …τάβλι (πολλά μεσημεράκια μπορούσε κανείς να τον πετύχει στο καφέ του στην παραλία, το Gola de Galo, να παίζει τις παρτίδες του κάνοντας τρομερές πλάκες σε όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί αντίπαλός του).

Μα πάνω απ’όλα, ένας ΠΑΟΚτσής, που τίμησε τη φανέλα της ομάδας που αποδεδειγμένα αγαπά ακόμη. Και όπως καταλήγει και το βιντεάκι παρακάτω: "Bane, thanks for the memories"! 


2 σχόλια: